αεροπλαγκτόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροπλαγκτόν < αερο- + πλαγκτόν • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροπλαγκτόν ουδέτερο
- (βιολογία) πλαγκτόν που μεταφέρεται από ρεύματα του αέρα πάνω από το έδαφος.
- ↪ Στο αεροπλαγκτόν περιλαμβάνονται γύρη, σπόρια, μικρά έντομα καθώς και μικρά ζωύφια.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροπλαγκτόν
|