αεροτρύπανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροτρύπανο τα αεροτρύπανα
      γενική του αεροτρύπανου των αεροτρύπανων
    αιτιατική το αεροτρύπανο τα αεροτρύπανα
     κλητική αεροτρύπανο αεροτρύπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεροτρύπανο < αερο- + τρυπάνι + -ο (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική air drill

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αεροτρύπανο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]