αερόφερτος ήχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αερόφερτος ήχος < αερόφερτος + ήχος

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

αερόφερτος ήχος αρσενικό

  • ήχος που διαδίδεται (εκπέμπεται, μεταδίδεται και λαμβάνεται) μέσω του ατμοσφαιρικού αέρα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]