αιμοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιμοποίηση | οι | αιμοποιήσεις |
γενική | της | αιμοποίησης* | των | αιμοποιήσεων |
αιτιατική | την | αιμοποίηση | τις | αιμοποιήσεις |
κλητική | αιμοποίηση | αιμοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιμοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιμοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.moˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιμοποίηση θηλυκό
- (φυσιολογία) η δημιουργία αίματος από τον οργανισμό, κυρίως αιμοσφαιρίων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιμοποίηση
|