αιολικό πάρκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιολικό πάρκο < αιολικό + πάρκο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wind farm / wind-energy park)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]αιολικό πάρκο ουδέτερο
- (οικολογία, τεχνολογία) πάρκο / μεγάλη έκταση με πολλές ανεμογεννήτριες σε συστοιχία, οι οποίες παράγουν ρεύμα, αξιοποιώντας την αιολική ενέργεια
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικολογία (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)