αισθητοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισθητοποίηση οι αισθητοποιήσεις
      γενική της αισθητοποίησης* των αισθητοποιήσεων
    αιτιατική την αισθητοποίηση τις αισθητοποιήσεις
     κλητική αισθητοποίηση αισθητοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αισθητοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αισθητοποίηση < αισθητοποιώ (αισθητοποίησα) + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αισθητοποίηση θηλυκό

  • η ενέργεια να παραστήσω κάτι ή με κάποιον τρόπο να το περιγράψω, ώστε να γίνει αισθητό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]