ακαματοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακαματοσύνη | οι | ακαματοσύνες |
γενική | της | ακαματοσύνης | — | |
αιτιατική | την | ακαματοσύνη | τις | ακαματοσύνες |
κλητική | ακαματοσύνη | ακαματοσύνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαματοσύνη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκαματοσύνη < ἀκαμάτ(ης) + -οσύνη (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ka.ma.toˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐μα‐το‐σύ‐νη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακαματοσύνη θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ακάματος και κάματος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
μεσαιωνικά:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαματοσύνη
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ακαματοσύνη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οσύνη (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)