ακληρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακληρία | οι | ακληρίες |
γενική | της | ακληρίας | των | ακληριών |
αιτιατική | την | ακληρία | τις | ακληρίες |
κλητική | ακληρία | ακληρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακληρία < αρχαία ελληνική ἀκληρία < ἀ- + κλῆρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακληρία θηλυκό
- η έλλειψη της δυνατότητας απόκτησης απογόνων
- η έλλειψη κληρονόμων
- η μη συμμετοχή σε μερίδιο κληρονομιάς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακληρία
|