ακουαρελίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακουαρελίστας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακουαρελίστας αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακουαρελίστας
→ δείτε τη λέξη υδατογράφος |