ακτωνύμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακτωνύμιο | τα | ακτωνύμια |
γενική | του | ακτωνύμιου & ακτωνυμίου |
των | ακτωνύμιων & ακτωνυμίων |
αιτιατική | το | ακτωνύμιο | τα | ακτωνύμια |
κλητική | ακτωνύμιο | ακτωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακτωνύμιο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακτωνύμιο
|