αλά γκαρσόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλά γκαρσόν < γαλλική à la garçonne < garçon < μεσαιωνική λατινική garciō < φραγκική *wrakjō (υπηρέτης, αγόρι) < πρωτογερμανική *wrakjô (εξόριστος, εκτοπισμένος, φυγάς, πολεμιστής)

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

αλά γκαρσόν

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]