αλεξιβάσκανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλεξιβάσκανο < αλεξ- (< αρχαία ελληνική ἀλέξω) + βασκανία + -ο
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1895 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ.Α, σελ. 38)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλεξιβάσκανο ουδέτερο
- (λόγιο) (παρωχημένο) που προφυλάσσει από τη βασκανία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φυλαχτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλεξιβάσκανο
|