αλεπουδίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλεπουδίτσα οι αλεπουδίτσες
      γενική της αλεπουδίτσας
    αιτιατική την αλεπουδίτσα τις αλεπουδίτσες
     κλητική αλεπουδίτσα αλεπουδίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλεπουδίτσα < αλεπού, αλεπουδ- + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλεπουδίτσα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αλεπού