αλευροπαραγωγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλευροπαραγωγή οι αλευροπαραγωγές
      γενική της αλευροπαραγωγής των αλευροπαραγωγών
    αιτιατική την αλευροπαραγωγή τις αλευροπαραγωγές
     κλητική αλευροπαραγωγή αλευροπαραγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευροπαραγωγή < αλεύρι + παραγωγή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλευροπαραγωγή θηλυκό

  • παραγωγή αλεύρων κατά μονάδα παραγωγής, ημερήσια, εβδομαδιαία, μηνιαία, ετήσια, ή συνολικά κατά τόπο, διοικητική περιφέρεια, εγχώρια ή διεθνής.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]