αλευροποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλευροποίηση | οι | αλευροποιήσεις |
γενική | της | αλευροποίησης* | των | αλευροποιήσεων |
αιτιατική | την | αλευροποίηση | τις | αλευροποιήσεις |
κλητική | αλευροποίηση | αλευροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλευροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλευροποίηση θηλυκό