αλιαετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλιαετός | οι | αλιαετοί |
γενική | του | αλιαετού | των | αλιαετών |
αιτιατική | τον | αλιαετό | τους | αλιαετούς |
κλητική | αλιαετέ | αλιαετοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλιαετός < αλι- + αετός (αρχαία)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλιαετός αρσενικό
- είδος θαλασσαετού
- ο θαλασσαετός