αλλαξιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλαξιά οι αλλαξιές
      γενική της αλλαξιάς των αλλαξιών
    αιτιατική την αλλαξιά τις αλλαξιές
     κλητική αλλαξιά αλλαξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλλαξιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλλαξιά θηλυκό

  1. το σύνολο από ρούχα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αλλάξει κάποιος αυτά που φοράει
    πάρε μαζί σου και δυο αλλαξιές εσώρουχα για κάθε ενδεχόμενο
  2. (σπάνιο) η ανταλλαγή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]