αλληλεξάρτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλεξάρτηση οι αλληλεξαρτήσεις
      γενική της αλληλεξάρτησης* των αλληλεξαρτήσεων
    αιτιατική την αλληλεξάρτηση τις αλληλεξαρτήσεις
     κλητική αλληλεξάρτηση αλληλεξαρτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλεξαρτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλληλεξάρτηση < αλλήλων + εξάρτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλληλεξάρτηση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]