αλυσοπρίονο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλυσοπρίονο τα αλυσοπρίονα
      γενική του αλυσοπρίονου των αλυσοπρίονων
    αιτιατική το αλυσοπρίονο τα αλυσοπρίονα
     κλητική αλυσοπρίονο αλυσοπρίονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλυσοπρίονο < άλυσος + πριόνιον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.li.soˈpɾi.o.no/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
εργάτης κόβει κορμό με αλυσοπρίονο

αλυσοπρίονο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]