αλυσοτροχός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλυσοτροχός οι αλυσοτροχοί
      γενική του αλυσοτροχού των αλυσοτροχών
    αιτιατική τον αλυσοτροχό τους αλυσοτροχούς
     κλητική αλυσοτροχέ αλυσοτροχοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλυσοτροχός < αλυσίδα + τροχός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλυσοτροχός αρσενικό

  1. (μηχανολογία): οδοντωτός τροχός μετάδοσης κίνησης με αλυσίδα
    αλυσοτροχός εκκεντροφόρου, αλυσοτροχός στροφαλοφόρου κ.ά.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]