αμένσιοτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμένσιοτο ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός, διαδίκτυο) η μπηχτή για κάποιον ο οποίος δεν αναφέρεται ποιος είναι, αν και συνήθως εννοείται από τα συμφραζόμενα
- ※ Με μια δήλωση-“αμένσιοτο”, για τους "εξαφανισμένους" από τη μάχη για τη σταφίδα που εμφανίστηκαν να διεκδικήσουν δάφνες και δόξα μετά την πρόσφατη απόφαση (Συνέχεια στη μάχη της σταφίδας: Εμμεσες βολές Μαντά για τον Χρυσομάλλη, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Online, 24/12/2021 [1])
- ※ να σφάξουν με το μπαμπάκι, να υπονοήσουν πράγματα με ένα αμένσιοτο (ή δύο, ή τρία), να μεμφθούν, να στιγματίσουν, να εγκαλέσουν, να σταυρώσουν (Μαινάδες δωματίου, να διορθώσουν, να ελέγξουν, να μαλώσουν, 18.11.2022 lifo.gr [2]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμένσιοτο
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Διαδίκτυο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)