αμαύρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμαύρωση | οι | αμαυρώσεις |
γενική | της | αμαύρωσης* | των | αμαυρώσεων |
αιτιατική | την | αμαύρωση | τις | αμαυρώσεις |
κλητική | αμαύρωση | αμαυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμαυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμαύρωση < αρχαία ελληνική ἀμαύρωσις < ἀμαυρός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμαύρωση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμαύρωση
|