αμινομάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμινομάδα ουδέτερο
- (χημεία): η χαρακτηριστική ομάδα αζωτούχων οργανικών ενώσεων του τύπου NH2 ή -NH- ή >Ν-, που θεωρητικά προέρχεται από την αντικατάσταση τουλάχιστον ενός ατόμου υδρογόνου αμμωνίας με υδρογονάνθρακα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμινομάδα
|