αμνησικακία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμνησικακία < αμνησίκακος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμνησικακία θηλυκό
- η ιδιότητα του αμνησίκακου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμνησικακία