αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mutually assured destruction < mutually (αμοιβαία) + assured (εξασφαλισμένος) + destruction (καταστροφή)

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]