αμπάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπάδι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμπάδι αρσενικό

  1. ακέρατο ζώο (βλέπε αμπάδικος)
  2. χοντρό και τραχύ μάλλινο ύφασμα το οποίο υφαίνεται στον αργαλειό[1]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Κώδιξ Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης, [XVII-XIX] αιώνας, Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ‎Δέσποινα-Ειρήνη Τσούρκα-Παπαστάθη, 1974, σελ. 199