αμπελοκουρμούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμπελοκουρμούλα < κουρμούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμπελοκουρμούλα, θηλυκό
- (κρητικά) το μικρό δενδρύλλιο του αμπελιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμπελοκουρμούλα
|