αμυγδαλωτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμυγδαλωτό τα αμυγδαλωτά
      γενική του αμυγδαλωτού των αμυγδαλωτών
    αιτιατική το αμυγδαλωτό τα αμυγδαλωτά
     κλητική αμυγδαλωτό αμυγδαλωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμυγδαλωτό < λείπει η ετυμολογία
ένα μπολ με αμυγδαλωτά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αμυγδαλωτό ουδέτερο

Παρότι τα αμυγδαλωτά δεν είναι η αδυναμία μου, ο εργολάβος είναι ένα από τα αγαπημένα μου γλυκά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αμυγδαλωτό