αμφιδρόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμφιδρόμηση | οι | αμφιδρομήσεις |
γενική | της | αμφιδρόμησης* | των | αμφιδρομήσεων |
αιτιατική | την | αμφιδρόμηση | τις | αμφιδρομήσεις |
κλητική | αμφιδρόμηση | αμφιδρομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμφιδρομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμφιδρόμηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η μετατροπή μονόδρομου ή πεζόδρομου σε οδό διπλής κατεύθυνσης