αμύγδαλου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αμύγδαλου ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- μύγδαλου (λαϊκό, οικείο)
Δείτε επίσης : αμυγδάλου |
αμύγδαλου ουδέτερο