ανάβαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάβαση | οι | αναβάσεις |
γενική | της | ανάβασης* | των | αναβάσεων |
αιτιατική | την | ανάβαση | τις | αναβάσεις |
κλητική | ανάβαση | αναβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάβαση < αρχαία ελληνική ἀνάβασις < ἀναβαίνω < βαίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανάβαση θηλυκό