ανάπαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανάπαμα αρσενικό
- η ανάπαυση
- ... του αγρού, η αγρανάπαυση, ο αγρός που δεν σπάρθηκε 1-2 χρόνια για να ανακτήσει την παραγωγικότητά του
- ↪ θα σπείρω φέτος αλλά του χρόνου θα τ' αφήσω ανάπαμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάπαμα
|