ανέλπιστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανέλπιστα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
[επεξεργασία]ανέλπιστα
- κατά ανέλπιστο τρόπο, χωρίς να το περιμένει κανείς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανέλπιστα