αναβλέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναβλέπω < ανά + βλέπω

αναβλέπω

  1. βλέπω προς τα πάνω, σηκώνω το βλέμμα.
  2. ανακτώ την όραση μου, ξαναβλέπω.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]