αναβράζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναβράζω < μεσαιωνική ελληνική ἀναβράζω < αρχαία ελληνική ἀναβράσσω < ἀνά + βράσσω

αναβράζω

  1. βράζω, κοχλάζω, αφρίζω
  2. ξαναβράζω
  3. (για τρικυμισμένη θάλασσα) αφρίζω, φουσκώνω
  4. (για μούστο / κρασί) υφίσταμαι ζύμωση
  5. (μεταφορικά) ταράζομαι ψυχικά, εξοργίζομαι, εξάπτομαι
    Μέσα η καρδιά μου ανάβρασε, μα πάλι το θυμό μου / κατάπια και του λέω: (*)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]