αναθιβάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀναθιβάλλω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναθιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀναθιβάλλω (δείτε πιθανές ετυμολογήσεις)

αναθιβάλλω, πρτ.: αναθίβαλλα/ανεθίβαλλα, αόρ.: ανεθίβαλα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]