ανακάτεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανακάτεμα τα ανακατέματα
      γενική του ανακατέματος των ανακατεμάτων
    αιτιατική το ανακάτεμα τα ανακατέματα
     κλητική ανακάτεμα ανακατέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανακάτεμα < ανακατεύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανακάτεμα ουδέτερο


Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]