ανακαράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακαράς < μεσαιωνική ελληνική ἀνακαράς < αραβική نقّارة (naqqāra, τύμπανο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανακαράς αρσενικό
- το τύμπανο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ανάκαρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανακαράς
|