ανακατάταξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακατάταξη | οι | ανακατατάξεις |
γενική | της | ανακατάταξης* | των | ανακατατάξεων |
αιτιατική | την | ανακατάταξη | τις | ανακατατάξεις |
κλητική | ανακατάταξη | ανακατατάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακατατάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακατάταξη < ανακατατάσσω + -ξη ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rarrengement / rangagement)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανακατάταξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ανακατατάσσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανακατάταξη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ξη (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)