ανακατακτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανακατακτώ < ανα- + κατακτώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική reconquérir)

ανακατακτώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]