ανακαταλαμβάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανακαταλαμβάνω < ανα- + καταλαμβάνω

ανακαταλαμβάνω

  • καταλαμβάνω ξανά, παίρνω υπό τον έλεγχό μου έναν χώρο (περιοχή, ύψωμα, κτήριο κλπ) από τον οποίο είχα αναγκαστεί να αποχωρήσω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]