ανακατανέμω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανακατανέμω < ανα- + κατανέμω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική redistribuer) [1] <

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.na.ka.taˈne.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐κα‐τα‐νέ‐μω

ανακατανέμω , πρτ.: ανακατένεμα, αόρ.: ανακατένειμα, παθ.φωνή: ανακατανέμομαι, π.αόρ.: ανακατανεμήθηκα, μτχ.π.π.: ανακατανεμημένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κατανέμω, ανά, κατά και νέμω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]