ανακατευθύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανακατευθύνω < (νεολογισμός) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική redirect, ανα- + κατευθύνω

ανακατευθύνω

  • αλλάζω κατεύθυνση σε κάτι, του δίνω νέα κατεύθυνση
    τα σήματα της τροχαίας ανακατευθύνουν τα οχήματα λόγω των έργων που γίνονται
    η ιστοσελίδα ανακατευθύνει σε διαφημίσεις
    ανακατευθύνουν με λέιζερ τους κεραυνούς

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]