ανακλαστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακλαστήρας < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réflecteur
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανακλαστήρας αρσενικό
- επιφάνεια που αντανακλά κάποιο είδος ακτινοβολίας
- (ειδικότερα) εξάρτημα που τοποθετείται σε οχήματα ή ενδυμασίες και αντανακλά κάποιες συχνότητες φωτός για να γνωστοποιεί την ύπαρξη του οχήματος στους οδηγούς άλλων οχημάτων