ανακοστολόγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακοστολόγηση οι ανακοστολογήσεις
      γενική της ανακοστολόγησης* των ανακοστολογήσεων
    αιτιατική την ανακοστολόγηση τις ανακοστολογήσεις
     κλητική ανακοστολόγηση ανακοστολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακοστολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανακοστολόγηση < ανα- + κοστολόγηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανακοστολόγηση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]