αναμηρυκασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναμηρυκασμός < αναμηρυκάζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναμηρυκασμός αρσενικό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού αναμηρυκάζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αναμηρυκάζω και μηρυκάζω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναμηρυκασμός