αναμιγνύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναμιγνύομαι < αναμιγνύω <(ελληνιστική κοινή) ἀναμιγνύω ή ἀναμειγνύω < αρχαία ελληνική ἀναμείγνυμι και ἀναμίσγω

αναμιγνύομαι (& αναμειγνύομαι)

  1. ανακατεύομαι (για υλικά)
  2. ανακατεύομαι, εμπλέκομαι με δική μου επιλογή σε δυσάρεστη υπόθεση (για ανθρώπους)
    Αναμίχθηκε δυστυχώς σε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας
  3. ανακατεύομαι σε υποθέσεις που δεν με αφορούν, χώνομαι σε ξένα ζητήματα
    Το ζευγάρι χώρισε γιατί αναμίχθηκε η πεθερά

Δείτε επίσης αναμιγνύω και αναμειγνύω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]