αναπήδημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπήδημα < αρχαία ελληνική ἀναπήδησις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναπήδημα ουδέτερο
- το σκίρτημα, το ανασκίρτημα, το ελαφρύ πήδημα, η αναπήδηση