ανασιοναλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανασιοναλισμός < Εσπεράντο: sennaciismo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανασιοναλισμός αρσενικό ή ανεθνικισμός
- όρος που προέρχεται από την κοινότητα των ομιλητών της Εσπεράντο που υποδηλώνει τάσεις ριζοσπαστικού αντιεθνικισμού, οικουμενισμού και άλλες κοσμοπολίτικες πολιτικές έννοιες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανασιοναλισμός
|