αναστεναγμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναστεναγμός < αρχαία ελληνική ἀναστεναγμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναστεναγμός αρσενικό
- ο στεναγμός, το βογκητό, η παρατεταμένη και σχετικά ηχηρή εκπνοή που βγάζει κάποιος όταν είναι στενοχωρημένος ή όταν ερωτοτροπεί ή όταν αισθάνεται ανακούφιση